Η φυσιολογική βάδιση είναι μια σειρά ελεγχόμενων και περιοδικών κινήσεων που μεταφέρουν το κέντρο βάρους του ανθρώπινου σώματος σε μια διαδρομή με το μικρότερο δυνατό ενεργειακό κόστος. Κατά τη φυσιολογική βάδιση το κεφάλι ειναι όρθιο και κοιτάει τον ορίζοντα, οι ώμοι είναι ίσιοι στο ίδιο ύψος μεταξύ τους, ο κορμός είναι κατακόρυφος, τα άκρα κινούνται διαγώνια - αντίθετο χέρι, αντίθετο πόδι, τα βήματα είναι συγχρονισμένα και ίδιου μήκους, η κλίση της λεκάνης είναι τη μία πρόσθια και την άλλη οπίσθια και το σώμα συνολικά ταλαντεύεται κατακόρυφα.
Η φυσιολογική βάδιση χωρίζεται σε δυο φάσεις, α) τη φάση στήριξης που με τη σειρά της χωρίζεται σε φάση αναχαίτισης και φάση προώθησης και β)τη φάση αιώρησης που χωρίζεται σε φάση επιτάχυνσης και φάση επιβράδυνσης.
Η φάση στήριξης αρχίζει όταν η πτέρνα του ενός ποδιού ακουμπά στο έδαφος και τελειώνει όταν όταν το μεγάλο δάχτυλο του ίδιου ποδιού εγκαταλείπει το έδαφος. Η φάση αναχαίτισης ξεκινά τη στιγμή που η πτέρνα ακουμπά το έδαφος και τελειώνει όταν η πτέρνα βρεθεί ακριβώς κάτω από το κέντρο βάρους* του σώματος, δηλαδή τελειώνει όταν η γραμμή βαρύτητας περνά από το κέντρο της ποδοκνημικής άρθρωσης. Η φάση προώθησης ξεκινά τη στιγμή που η πτέρνα βρίσκεται κάτω από το κέντρο βάρους του σώματος και τελειώνει όταν το δάκτυλο του ίδιου ποδιού αφήνει το έδαφος.
Πάτημα πτέρνας |
Πάτημα πέλματος |
Μέση στάση |
Φάση προώθησης |
Η φάση αιώρησης αρχίζει όταν τα δάχτυλα του ποδιού εγκαταλείπουν το έδαφος και τελειώνει όταν η πτέρνα του ίδιου ποδιού ακουμπά το έδαφος. Η φάση επιτάχυνσης περιλαμβάνει το πρώτο μισό της αιώρησης κατά την οποία ο κορμός κινείται προς τα εμπρός. Η φάση επιβράδυνσης περιλαμβάνει το δεύτερο μισό της αιώρησης κατα το οποίο η κίνηση επιβραδύνεται.
Φάση επιτάχυνσης |
Μέση αιώρησης |
Κατά τη βάδιση, όταν το ένα πόδι βρίσκεται σε επαφή με το έδαφος, το αντίθετο πόδι κινείται. Παρατηρείται, όμως, ότι κατα την αρχή της φάσης αναχαίτισης του ενός ποδιού και κατά το τέλος της φάσης προώθησης του άλλου ποδιού, και τα δύο άκρα βρίσκονται σε επαφή με το έδαφος. Αυτό ονομάζεται φάση διπλής στήριξης. Η διπλή στήριξη είναι και η χαρακτηριστική διαφορά της βάδισης και του τρεξίματος. Οι διαταραχές της βάδισης είναι αποτέλεσμα πολλών αιτιών, ειδικά σε ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Πρόκεται για ασυνήθη και μη ελεγχόμενα πρότυπα που συνήθως προκαλούνται από νόσους, τραυματισμούς στη σπονδυλική στήλη, τη λεκάνη ή τα πόδια, κακώσεις στον εγκέφαλο, ακόμη και στο έσω αυτί που λειτουργεί σαν όργανο ισορροπίας. Ανωμαλίες στη βάδιση συναντιόνται περισσότερο σε ασθενείς με εγκεφαλικά, πολλαπλή σκλήρυνση, κακώσεις κεντρικού νευρικού συστήματος, νόσο Πάρκινσον, παιδιά με εγκεφαλική παράλυση ή διάφορες νευρομυϊκές νόσους. Κάποιοι τραυματισμοί ή παθήσεις των ποδιών επίσης προκαλούν διαταραχές στη βάδιση όπως η πλατυποδία, η κοιλοποδία, η μεταταρσαλγία, η ραιβογωνία ή η βλεσσογωνία στα γόνατα και η πελματιαία απονευρωσίτιδα. Αναλυτικότερα, συναντιούνται 10 μοτίβο που αφορούν τις διαταράχες αυτές.
1)Παρκινσονικό βάδισμα: ο ασθενής στέκεται και περπατά με τον κορμό και τα κάτω άκρα σε ελαφριά κάμψη. Το βάδισμά του είναι δύσκολο να ξεκινήσει, κατόπιν όμως κάνει μικρά και συρόμενα βήματα κυνηγώντας το κέντρο βάρους του για να αποφύγει την πτώση. Αφορά ασθενείς που πάσχουν απο νόσο του Πάρκινσον.
2)Αταξικό
βάδισμα: ο ασθενής βαδίζει με τα κάτω άκρα στην άρθρωση του ισχίου σε απαγωγή
μεγαλώνοντας τη βάση στήριξης του και το βάδισμα του συνοδεύεται από
ταλαντεύσεις του κορμού και υπέρμετρες πλάγιες παρεκκλίσεις. Αφορά ασθενείς με
διαταραχές της φυσιολογικής λειτουργίας της παρεγκεφαλίδας και προβλήματα
ισορροπίας.
3)Δρεπανοειδές βάδισμα: ο ασθενής βαδίζει με το κάτω άκρο να βρίσκεται σε
έκταση και η ποδοκνημική σε πελματιαία κάμψη ενώ παράλληλα στο άνω άκρο και η
άρθρωση του ώμου βρίσκεται σε προσαγωγή και έσω στροφή και ο αγκώνας σε
κάμψη. Ο ασθενής διαγράφει ημικύκλιο με το κάτω άκρο ανασηκώνοντας ελαφρά την
λεκάνη με αποτέλεσμα το πέλμα του να σέρνεται στο έδαφος. Είναι το
χαρακτηριστικό βάδισμα του ημιπληγικού και αφορά κυρίως ασθενείς μετά απο
εγκεφαλικό επεισόδιο.
4)Σπαστικό
βάδισμα: ο ασθενής βαδίζει με τα κάτω άκρα σε έκταση και προσαγωγή κάνοντας
μικρά και αργά βήματα που έχουν την τάση να διασταυρώνονται. Αφορά ασθενείς με
σπαστική παραπάρεση.
5)Παράλυση μέσου γλουτιαίου ή Τρεντέλενμπεργκ: η παράλυση αυτή
οδηγεί σε πτώση της λεκάνης προς τη μεριά του υγιούς ποδιού όταν αυτό αιωρείται.
Θα παρατηρηθεί ξαφνικά μια αστάθεια και ο ασθενής για να διατηρήσει την όρθια
στάση του θα γείρει προς την πλευρά του σκέλους που στηρίζεται μεταφέροντας το
κέντρο βάρους του σώματος του πιο κοντά στον άξονα του προσβεβλημένου ισχίου με
αποτέλεσμα να χρείαζεται απαγωγική δύναμη για να ισορροπήσει τη λεκάνη.
6)Αθετωσικό βάδισμα ή χορεία: ο ασθενής βαδίζει στριφογυρίζοντας τον κορμό και τα κάτω άκρα του σα να χορεύει. Στα αρχικά στάδια, περπατά με χωλότητα γιατί το πόδι του στρίβει προς τα μέσα. Αργότερα, ο βηματισμός του γίνεται δύσκολος λόγω των στροφικών κινήσεων του κορμού και των αλλεπάλληλων δυστονικών συσπάσεων στα κάτω άκρα.
7)Χήνειο βάδισμα: ο ασθενής βαδίζει πραγματοποιώντας ταλαντεύσεις του κορμού από πλευρά σε πλευρά. Στην ορθοστάτιση είναι χαρακτηριστική η οσφυική λόρδωση και η έντονη διάταση των κοιλιακών μυών. Αφορά ασθενείς με μυοπάθειες.
8)Καλπαστικό βάδισμα: ο ασθενής έχει αδυναμία ραχιαίας κάμψης στις ποδοκνημικές και για να αποφύγει την πρόσκρουση των δαχτύλων στο έδαφος κάμπτει υπέρμετρα τα ισχία και τα γόνατα. Αφορά ασθενείς με παράλυση του πρόσθιου κνημιαίου.
9)Παράλυση τετρακεφάλου: είναι χαρακτηριστικό του ασθενούς που σκύβει προς το εμπρός για να γίνει διάταση των ισχιοκνημιαίων ώστε να τραβήξουν το σκέλος προς τα πίσω. Συγχρόνως χτυπά το πέλμα προς τα κάτω.
10)Παράλυση πελματιαίων καμπτήρων: ο ασθενής βαδίζει με μεγάλη ραχιαία κάμψη στην ποδοκνημική καθώς και στο γόνατο. Στηρίζεται λιγότερο χρόνο στο πάσχον σκέλος ενώ ο τετρακέφαλος αναγκάζεται να αναλάβει μεγαλύτερο έργο λόγω του ότι δε βοηθιέται από τον γαστροκνήμιο στο τράβηγμα της κνήμης προς τα πίσω.
Πηγές:
Νίκος Μ. ∆ούκας "Κινησιολογία", Εκδόσεις Λίτσας
Στυλιανός Κ. Ρόσµπογλου "Στάση Κίνηση Ισορροπία", Εκδόσεις d.K.S., 2008
Στυλιανός Κ. Ρόσµπογλου "Στάση Κίνηση Ισορροπία", Εκδόσεις d.K.S., 2008
*Αρχές σταθερότητας:
Το κέντρο βάρους του σώματος είναι το σημείο το οποίο αναφέρεται στη συγκέντρωση της μάζας του. Στον άνθρωπο είναι δύσκολο να καθοριστεί απόλυτα καθώς οποιαδήποτε μικροκίνηση, ακόμη και η αναπνοή, το μεταβάλλει.
Η γραμμή βαρύτητας είναι η κατακόρυφη γραμμή που περνάει από το κέντρο βάρους του και το κέντρο της βάσης στήριξης του σώματος.